καταλερώνω

καταλερώνω
[κατάλερος]
1. λερώνω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, καταβρομίζω
2. μτφ. καταισχύνω, κατασπιλώνω, καταντροπιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταλερώνω — καταλέρωσα, καταλερώθηκα, καταλερωμένος, λερώνω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ: Έβαφε την πόρτα και καταλερώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταρρυπαίνω — (AM καταρρυπαίνω) 1. λερώνω κάτι πολύ, καταλερώνω 2. κηλιδώνω, σπιλώνω («ταῑς κατηγορίαις ταύταις καταρρυπανεῑν τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας», Ισοκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κατασπιλώνω — (Α κατασπιλῶ, όω) [κατάσπιλος] 1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω 2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”